-
1 ружьё
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ружьё
-
2 ружьё
ружьё с το όπλο· охотничье \ружьё το κυνηγετικό τουφέκι* * *сτο όπλοохо́тничье ружьё — το κυνηγετικό τουφέκι
-
3 ружьё
-я, πλθ. ружья, -жей, -жьямουδ. όπλο, τουφέκι•охотничье ружьё κυνηγετικό όπλο•
двухствольное ружьё δίκανο (όπλο)•
стрелять из ружья πυροβολώ, τουφεκίζω•
зарядить ружьё οπλίζω το όπλο,
εκφρ.в -! – στα όπλα! (παράγγελμα)•в ружьё стать – συντάσσομαι με το όπλο (ένοπλος)•быть (находить(ся) под -ьём – α) είμαι υπο τα όπλα, έτοιμος για μάχη. β) υπηρετώ στο στρατό•поставить под ружьё – παλ. είδος τιμωρίας σε ορθή στάση με πλήρη οπλισμό και εξάρτηση•призвать под ружьё – καλώ υπο τα όπλα (επιστρατεύω)•стоять под ружьё – στέκομαι ορθός με πλήρη οπλισμό και εξάρτηση (είδος τιμωρίας στον τσαρικό στρατό). -
4 чехлить
ρ.δ.μ. καλύπτω, σκεπάζω, βάζω τη θήκη, θηκαρώνω•чехлить орудия σκεπάζω τα πυροβόλα•
чехлить охотничье оружие περνώ τη θήκη στο κυνηγετικό όπλο ή βάζω το όπλο στη θήκη.